- φαρυγγοσκόπιο(ν)
- το мед. фарингоскоп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρυγγοσκόπιο — το, Ν ιατρ. ιατρικό εργαλείο για την εξέταση τού βάθους τού στόματος, τού φάρυγγα και τής οπίσθιας ρινικής κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharyngoscope < φάρυγξ, υγγος + σκόπιο*] … Dictionary of Greek
φαρυγγοσκόπιο — το (ιατρ.), εργαλείο με το οποίο οι γιατροί εξετάζουν το βάθος του στόματος, το φάρυγγα και την πίσω ρινική κοιλότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek